- συμμηρύεται
- συμμηρύ̱εται , σύν-μηρύομαιdraw uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμηρύομαι — Α συνυφαίνω, συνάπτω («τὴν πάντων πηγήν, ἀφ ἦς πάντα τὰ γινόμενα συμμηρύεται», Μάρκ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρύομαι «υφαίνω, περιτυλίγω»] … Dictionary of Greek